- ραβαΐσι
- τό1) веселье, пирушка; гулянка (прост.); 2) суматоха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραβαΐσι — το (λ. τουρκ.) 1. διασκέδαση, γλέντι: Στο σπίτι χθες είχαμε μεγάλο ραβαΐσι. 2. φασαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβαΐσι — το, Ν (παλ. τ.) 1. μεγάλο γλέντι, ξεφάντωμα 2. συνεκδ. θόρυβος, φασαρία, αναταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκικής προέλευσης] … Dictionary of Greek